- ανακλητικό(ν)
- το воен, отбой (сигнал для возвращения в казармы);
σαλπίζω το ανακλητικό(ν) — бить отбой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαλπίζω το ανακλητικό(ν) — бить отбой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακλητικός — ή, ό 1. ανακλητήριος (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., το ανακλητικό το βραδινό σάλπισμα για την επάνοδο των στρατιωτών στους στρατώνες τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)